αἰδοῖος

αἰδοῖος
αἰδοῑος (superl. αἰδοιέστατος, αἰδοιότατος coni.)
1 revered, honoured κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος (v. 1. -έστατον.) O. 3.42

αἰδοία Χάρις O. 6.76

αἰδοίαν χάριν O. 7.89

ἀνδρὸς αἰδοίου.” P. 4.29 αἰδοιότατον γέρας (Er. Schmid.: αἰδοιέστατον codd.) P. 5.18 αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν (ἀμφίβολον. ἤτοι γὰρ αὐτὸς ἦν ἐντροπῆς ἄξιος ὁμιλῶν τοῖς ἀστοῖς, ἢ αὐτὸς ἐνετρέπετο ἐν τῷ τοῖς ἀστοῖς ὁμιλεῖν. Σ.) I. 2.37 ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αιδοίος — αἰδοῑος, α, ον (Α) 1. ο άξιος σεβασμού, σεβαστός, σεβάσμιος, σεμνός, χρηστός 2. (για ξένους και ικέτες) αυτός που είναι άξιος προστασίας 3. (για πράγματα, όπως το γέρας ή ο χρυσός) αξιοσέβαστος, πολύτιμος 4. ο πλήρης σεβασμού, σεμνός, δειλός,… …   Dictionary of Greek

  • αἰδοῖος — having a claim to regard masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοιέστατον — αἰδοῖος having a claim to regard masc acc superl sg αἰδοῖος having a claim to regard neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοιέστατοι — αἰδοῖος having a claim to regard masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοιέστατος — αἰδοῖος having a claim to regard masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοῖαι — αἰδοῖος having a claim to regard fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοῖοι — αἰδοῖος having a claim to regard masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοιότερον — αἰδοῑότερον , αἰδοῖος having a claim to regard adverbial comp αἰδοῑότερον , αἰδοῖος having a claim to regard masc acc comp sg αἰδοῑότερον , αἰδοῖος having a claim to regard neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοιότατον — αἰδοῑότατον , αἰδοῖος having a claim to regard masc acc superl sg αἰδοῑότατον , αἰδοῖος having a claim to regard neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοῖον — privy parts neut nom/voc/acc sg αἰδοῖος having a claim to regard masc acc sg αἰδοῖος having a claim to regard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοία — αἰδοί̱ᾱ , αἰδοῖος having a claim to regard fem nom/voc/acc dual αἰδοί̱ᾱ , αἰδοῖος having a claim to regard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”